- κατανικῶνται
- κατανικάωpres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)κατανικάωpres ind mp 3rd plκατανικάωpres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανικώ — (AM κατανικῶ, άω) νικώ κατά κράτος, κατατροπώνω («ὅταν οἵ γ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται», Σοφ.) νεοελλ. ξεπερνώ κάτι με προσπάθεια («κατανίκησε το πάθος του για το ποτό») … Dictionary of Greek